χιλιόχρονος

χιλιόχρονος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία χιλίων ετών
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ευχή) χιλιόχρονος και χιλιόχρονη!
να ζήσεις πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + χρόνος (πρβλ. τρί-χρονος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιλιόχρονος — η, ο 1. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών, χιλιετής. 2. φρ., «Nα σαι χιλιόχρονος», να ζήσεις πολλά χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλιοχρονίτικος — η, ο, Ν χιλιόχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλιόχρονος + κατάλ. ίτικος (πρβλ. εφταμην ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • χιλιο- — και χιλιό , πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, στις οποίες δίνει την έννοια του χίλια ή του πολλές φορές, όπως χιλιόχρονος, χιλιοειπωμένος, χιλιοτραγουδισμένος κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”